Please use this identifier to cite or link to this item: https://olympias.lib.uoi.gr/jspui/handle/123456789/6388
Full metadata record
DC FieldValueLanguage
dc.contributor.authorJaeschke, Walterde
dc.date.accessioned2015-11-11T08:30:23Z-
dc.date.available2015-11-11T08:30:23Z-
dc.identifier.urihttps://olympias.lib.uoi.gr/jspui/handle/123456789/6388-
dc.identifier.urihttp://dx.doi.org/10.26268/heal.uoi.9571-
dc.rightsDefault License-
dc.subject--
dc.titlePhilosophische theologie und ihre kritikde
heal.typejournalArticle-
heal.type.enJournal articleen
heal.type.elΆρθρο περιοδικούel
heal.generalDescription305 - 323 σ.el
heal.generalDescriptionΜετάφραση: Γεωργία Αποστολοπούλουel
heal.dateAvailable2015-11-11T08:31:23Z-
heal.languagede-
heal.accessfree-
heal.recordProviderΠανεπιστήμιο Ιωαννίνων. Φιλοσοφική Σχολή. Τμήμα Φιλοσοφίας Παιδαγωγικής και Ψυχολογίαςel
heal.publicationDate1999-
heal.bibliographicCitation--
heal.abstractI. Η Δυτική παράδοση χαρακτηρίζεται από τον δυαδισμό φιλοσοφικής ή φυσικής θεολογίας και θεολογίας της αποκάλυψης. Αυτός ο δυαδι- σμός δεν είναι μια ιστορική σύμπτωση, αλλά αποτελεί έκφραση της διαρθρωτικής ιδιομορφίας όλων των τρόπων λόγου περί θείου, οι οποίοι παρουσιάζουν ανώτερο βαθμό εξέλιξης: Πρόκειται για τον δυαδισμό εκείνων των εκδοχών του αληθούς, τις οποίες μπορεί να οφείλουμε στις διηγήσεις δικών μας βιωμάτων ή των βιωμάτων άλλων ανθρώπων, και εκείνων των εκδοχών, για τις οποίες λέγομε ότι μπορεί να τις εννοήσει ο λόγος μας. Μια φιλοσοφική θεολογία, η οποία ως προς το περιεχόμενο δεν είναι ανεξάρτητη από τον χριστιανικό θεϊσμό, κι όμως είναι αυτοτελής ως προς την μέθοδο, αναπτύσσεται —μετά την αρχή της στην αρχαιότητα— εκ νέου από την αναγέννηση και ύστερα και μάλιστα αποβαίνει ο ύψιστος επιμέρους κλάδος, ο οποίος αποτελεί την τελείωση της φιλοσοφίας. Η έννοια περί Θεού ως εκείνου «quo maius cogitari nequit», δηλαδή ως εκείνου, πέραν του οποίου δε'/ μπορεί να νοηθεί κάτι ανώτερο, έχει διατυπωθεί ήδη από τον Άνσελμο Κανταβρυγίας και αναδεικνύεται ως η πιο σημαντική έννοια για την διαμόρφωση της φιλοσοφικής θεολογίας, έστω και αν υπονοείται μάλλον παρά εκφράζεται ρητώς. Αυτή η έννοια, αφενός ωθεί συνεχώς την ορθολογική διείσδυση στην έννοια του Θεού σε ανώτερες βαθμίδες, αφετέρου μετατρέπεται και σε ένα κριτήριο, το οποίο διασπά εκ των έσω όλες τις διατυπώσεις της έννοιας του θεού. II. Μπορούμε να παρακολουθήσουμε αυτήν την εσωτερική διείσδυση και διάσπαση σε τρία θέματα: 1) Στο θέμα «Πρόσωπο και ιδιότητες του Θεού», 2) στην «Θεοδικία», και 3) στην «Φυσικοθεολογία». Από τον Άνσελμο και εξής απαιτείται η απόδοση των θείων κατηγορημάτων «in gradu absolute summo», η οποία όμως έχει ως αποτέλεσμα την αναπόφευκτη ασυμβατότητα κυτών των ιδιοτήτοίν, π.χ. της αγαθότητας και της δικαιοσύνης του Θεού, έστω και αν αυτό διαψεύδεται με πείσμα. Κατά την θεοδίκια, δηλαδή κατά την δικαίωση ταυ Θεού ενώπιον του δικαστηρίου του λόγου για το κακό στον κόσμο, το κριτήριο του Ανσέλμου οδηγεί στον αυστηρό ισχυρισμό, ότι ο Θεός μπορούσε να έχει δημιουργήσει μόνον τον άριστον όλων των δυνατών κόσμων —ωστόσο ενώπιον του γεγονότος του κακού αυτός ο αυστηρός συσχετισμός μετατρέπεται σε επιχείρημα εναντίον της δημιουργικής ενέργειας του Θεού: Επειδή πολύ δύσκολα μπορεί να πει- σθεί κάποιος, ότι ο κόσμος, ο οποίος υπάρχει, είναι ο άριστος όλων των δυνατού ν κόσμων, δεν μπορεί αυτός ο κόσμος να έχει δημιουργηθεί από τον πανάγαθο και δίκαιο Θεό. Στην φυσικοθεολογία, δηλαδή στην γνώση του Θεού με αφετηρία την φύση, είναι δυνατός μόνον ένας συλλογισμός που οδηγεί από την σοφία και αγαθότητα, οι οποίες παρατηρούνται στον κόσμο, στην αναλογική σοφία και αγαθότητα του δημιουργού. Με αυτόν τον τρόπο δεν μπορεί να διατυπωθεί συλλογισμός που να οδηγεί από την πεπερασμένη σοφία και αγαθότητα, οι οποίες παρατηρούνται στον κόσμο, στην σοφία και αγαθότητα «quo nihil maius cogitari possit». Συνεπώς ως προς τις τρεις αυτές προοπτικές η φιλοσοφική θεολογία διασπάται εκ των έσω με την δική της ορθολογική διείσδυση. III. Εκτός από αυτήν την κριτική, η οποία πηγάζει από την δυναμική της φιλοσοφικής θεολογίας, παρουσιάζεται και μια εξωτερική κριτική, η οποία συνδέεται κυρίως με το όνομα του Kant και αμφισβητεί την ορθότητα της απόδειξης περί της υπάρξεως του Θεού, μιας απόδειξης που διαμορφώνεται από την ίδια την φιλοσοφική θεολογία. Αυτές οι αποδείξεις δεν αποτελούν έκφραση μιας «ύβρεως» που πρέπει να αποφεύγεται, αλλά είναι απαραίτητες για μια φιλοσοφική θεολογία, η οποία λαμβάνει ως αφετηρία την έννοια του Θεού (και όχι την ιστορική παράδοση περί των ενεργειών του και της οικονομίας του σύμφωνα με την θεία αποκάλυψη): Ωστόσο πρέπει να διασφαλισθεί η ύπαρξη της έννοιας, την οποία έχει διαμορφώσει ο λόγος. Η ορθότητα όμως των τριών κατ’ αρχήν δυνατών τύπων των αποδείξεων περί Θεού —της οντολογικής, της κοσμολογικής και της φυσικοθεολογικής— δεν μπορεί να αντέξει κανένα κριτικό έλεγχο. IV. Το αποτέλεσμα των δύο διεργασιών, οι οποίες σκιαγραφήθηκαν προηγουμένως, συζητείται λίγο πριν το 1800 με τον τίτλο «Αθεϊσμός του θεωρητικού λόγου», εν μέρει στην ασθενέστερη εκδοχή του Kant, ότι δηλαδή ο λόγος έχει βεβαίως την δυνατότητα να νοήσει την έννοια του Θεού και το μόνο είναι ότι δεν μπορεί να φθάσει στην γνώση του Θεού, και εν μέρει στην εκτενέστερη εκδοχή του Jacobi, ότι δηλαδή ο Θεός εξαιτίας της γενικής δομής της γνώσης δεν μπορεί καθόλου να γίνει αντικείμενο γνώσης. Αλλά και οι δύο στοχαστές δεν μένουν σε αυτό το αποτέλεσμα: Για τον Jacobi, ο «αθεϊσμός του θεωρητικού λόγου» μετατρέπεται σε κίνητρο για ένα άλμα στην καθαρή εσωτερικότητα μιας άμεσης γνώσης ή συναισθήματος ως του αυθεντικού τόπου της συνείδησης του Θεού, ενώ για τον Kant αποτελεί την αφορμή για μια νέα θεμελίωση της έννοιας του Θεού και της ατομικής αθανασίας με βάση τον «πρακτικό λόγο», δηλαδή μια «ηθικοθεολογία». V. Αυτή η ηθικοθεολογία, γίνεται αρχικώς δεκτή με ενθουσιασμό κατά τις αρχές της δεκαετίας του 1790, αλλά κατά το τέλος της ίδιας δεκαετίας αναγνωρίζεται ως μη ορθή. Έτσι στον «αθεϊσμό του θεωρητικού λόγου» προστίθεται ο «αθεϊσμός του πρακτικού λόγου». Το τέλος της φιλοσοφικής θεολογίας είναι σύμφωνο προς την αρχή και προκαταλαμβάνεται, αλλά συγκαλύπτεται ακόμη από τις προσδοκίες της εποχής, όπως είναι π.χ. ο πανθεϊσμός του νεοσπινοζισμού, η μετάθεση της έννοιας του Θεού στο «συναίσθημα και τα θυμικά στοιχεία», η προσπάθεια του Schelling για την κατοχύρωση της έννοιας του Θεού απέναντι στις επιφυλάξεις που εγείρονται κατά την θεοδικία, ή η ανάπτυξη της έννοιας του Θεού από τον Hegel στα συμφραζόμενα μιας φιλοσοφίας του πνεύματος, η οποία αποτελεί την κορωνίδα ενός περιεκτικού συστήματος. Ωστόσο, περίπου κατά τα μέσα του δέκατου ένατου αιώνα η παράδοση της φιλοσοφικής θεολογίας διακόπτεται.el
heal.publisherΠανεπιστήμιο Ιωαννίνων. Φιλοσοφική Σχολή. Τμήμα Φιλοσοφίας Παιδαγωγικής και Ψυχολογίαςel
heal.journalNameΔωδώνη Μέρος Τρίτο Επιστημονική Επετηρίδα Τμήματος Φιλοσοφίας Παιδαγωγικής και Ψυχολογίας Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων; Τομ. 28 (1999)el
heal.journalTypepeer-reviewed-
heal.fullTextAvailabilitytrue-
Appears in Collections:Τόμος 28 (1999)

Files in This Item:
File Description SizeFormat 
23. Philosophische theologie und ihre kritik.pdf787.12 kBAdobe PDFView/Open


This item is licensed under a Creative Commons License Creative Commons