Please use this identifier to cite or link to this item: https://olympias.lib.uoi.gr/jspui/handle/123456789/5456
Full metadata record
DC FieldValueLanguage
dc.contributor.authorΘεοδοσοπούλου, Φοίβηel
dc.date.accessioned2015-10-26T09:13:51Z-
dc.date.available2015-10-26T09:13:51Z-
dc.identifier.urihttps://olympias.lib.uoi.gr/jspui/handle/123456789/5456-
dc.identifier.urihttp://dx.doi.org/10.26268/heal.uoi.1578-
dc.rightsDefault License-
dc.subjectΔιατροφικές διαταραχέςel
dc.subjectΨυγοχενής ανορεξίαel
dc.subjectΨυχογενής βουλιμίαel
dc.subjectΔιαταραχή επεισοδίων υπερφαγίαςel
dc.titleΔιερεύνηση διαταραχών διατροφής σε μαθητικό πληθυσμό σε συνάρτηση με ψυχοκοινωνικούς παράγοντεςel
heal.typedoctoralThesis-
heal.type.enDoctoral thesisen
heal.type.elΔιδακτορική διατριβήel
heal.generalDescriptionΠεριέχει παράρτημαel
heal.classificationΑνορεξία ψυχογενήςel
heal.classificationΠαιδιάel
heal.classificationΒουλιμίαel
heal.classificationΠρόσληψη τροφής, διαταραχέςel
heal.classificationΨυχολογίαel
heal.identifier.secondaryΔ.Δ. ΘΕΟ 2012-
heal.languageel-
heal.accessfree-
heal.recordProviderΠανεπιστήμιο Ιωαννίνων. Φιλοσοφική Σχολή. Τμήμα Φιλοσοφίας, Παιδαγωγικής και Ψυχολογίαςel
heal.publicationDate2012-
heal.bibliographicCitationΒιβλιογραφία: σ. 227 - 269el
heal.abstractΟι διατροφικές διαταραχές συγκροτούν μια ομάδα παθολογικών συμπεριφορών διατροφής που χαρακτηρίζονται, από ανεπαρκή ή υπερβολική πρόσληψη τροφής. Η διαταραχή επεισοδίων υπερφαγίας, η ψυχογενής ανορεξία και η ψυχογενής βουλιμία αποτελούν τις συνηθέστερες κλινικές μορφές διατροφικών διαταραχών (Hudson και συν, 2007a). Την τελευταία δεκαετία έχει βρεθεί ότι παρουσιάζουν αύξηση και οι άτυπες μορφές διατροφικών διαταραχών που παρουσιάζουν παθολογικά χαρακτηριστικά που συνήθως ομοιάζουν αρκετά με αυτά των κλινικών διατροφικών διαταραχών αν και ενίοτε η κλινική εικόνα κάποιων ασθενών διαφέρει αρκετά από τους κλινικούς τύπους ( Mitrany, 1992; Patton, 2008). Οι διατροφικές διαταραχές προσβάλλουν συνήθως τις έφηβες και νεαρές γυναίκες των αναπτυγμένων ή αναπτυσσόμενων χωρών. Η αιτιολογία των διατροφικών διαταραχών είναι σύνθετη και παραμένει αρκετά ασαφής. Ορισμένοι παράγοντες έχουν ωστόσο επανειλημμένα βρεθεί να σχετίζονται με την ανάπτυξη και την συντήρηση της παθολογίας στη λήψη τροφής. Μεταξύ αυτών περιλαμβάνονται, κοινωνικοί και πολιτισμικοί παράγοντες (Benjet & Hernandez –Guzman, 2002; Μonro & Huon, 2005; Adams & Araas, 2006; Colabianchi και συν, 2006; Ackard και συν, 2007), οικογενειακοί παράγοντες (Μurray και συν, 2000; Tozzi και συν, 2003; Blodgett Salafia και συν, 2009), συννοσηρότητα των διαταραχών διατροφής με άλλες διαταραχές του συναισθήματος ή της προσωπικότητας (Benjet & Hernandez –Guzman, 2002; Berkman και συν, 2007; Marmorstein και συν, 2008; Grilo και συν, 2009) κ.α. Σε αυτή την εργασία, επιλέξαμε ένα δείγμα μαθητών και μαθητριών από Λύκεια τεσσάρων περιοχών της Αθήνας με διαφορετική κοινωνικοοικονομική διαστρωμάτωση, με σκοπό να ανιχνεύσουμε αφ ενός την παρουσία διατροφικών διαταραχών και αφ ετέρου να εξετάσουμε τη σχέση αυτών των διαταραχών με ψυχοκοινωνικούς παράγοντες που ενδεχόμενα επηρεάζουν την εμφάνιση τους. Αναλόγως προς τα ζητούμενα διαμορφώθηκαν και οι αντίστοιχες ερευνητικές υποθέσεις της έρευνας. Ως μέθοδος για την επιλογή του δείγματος των μαθητών και μαθητριών χρησιμοποιήθηκε η τυχαία κατά στρώματα δειγματοληψία (Παρασκευόπουλος, 1984). Για την διευκόλυνση της δειγματοληπτικής διαδικασίας και την αποφυγή αποκλεισμού περιοχών, κάθε περιοχή κρίθηκε σκόπιμο να αποτελέσει στρώμα. Ακόλουθα κληρώθηκε για κάθε περιοχή ένα κυρίως λύκειο και ένα αναπληρωματικό. Για κάθε μια από τις τρεις τάξεις του Λυκείου κληρώθηκε ή υποδείχθηκε για τεχνικούς λόγους από τον Λυκειάρχη, ένα τμήμα. Ο συνολικός αριθμός του δείγματος ήταν Ν= 246. Χορηγήσαμε τέσσαρα ερωτηματολόγια, το ερωτηματολόγιο Διάγνωσης Διατροφικών Διαταραχών (Q-EDD), την Κλίμακα Μέτρησης της Κατάθλιψης του Εθνικού Ινστιτούτου Ψυχικής Υγείας των ΗΠΑ (CES-D), την Κλίμακα Εσωτερικής Συγκρότησης (SOC) και το ερωτηματολόγιο Οικογενειακών Ερεισμάτων (Family Strengths Questionnaire). Εκτός του ερωτηματολογίου Q-EDD, οι υπόλοιπες κλίμακες ήταν ήδη μεταφρασμένες στα ελληνικά και σταθμισμένες για χρήση σε ελληνικό πληθυσμό. Το ερωτηματολόγιο Q-EDD, το οποίο δεν είχε χρησιμοποιηθεί προηγουμένως σε ελληνικό δείγμα μεταφράστηκε από και προς τα αγγλικά από δίγλωσσο επιστήμονα ψυχικής υγείας και αγγλίδα φιλόλογο, και πριν χορηγηθεί στο κυρίως δείγμα της έρευνας, χορηγήθηκε σε πιλοτικό δείγμα μαθητών. Επιπλέον χορηγήθηκε στο δείγμα αυτοσχέδιο ερωτηματολόγιο δημογραφικών στοιχείων. Επεξεργαστήκαμε στατιστικά τα στοιχεία που προέκυψαν από την εφαρμογή των δοκιμασιών στο μαθητικό πληθυσμό με το στατιστικό πρόγραμμα SPAS και εφαρμόζοντας τις παρακάτω στατιστικές μεθόδους: Οι υποθέσεις του μέσου όρου ελέγχθηκαν με την εφαρμογή της ανάλυσης διασποράς (ΑΝΟVA) και της δοκιμασίας t. Η συνάφεια μεταξύ μεταβλητών ελέγχθηκε με την εφαρμογή των δοκιμασιών Pearson Chi Square και Fischers. Εφαρμόστηκε η δοκιμασία της κανονικής κατανομής κατά Kolmogorov – Smirnov με τη διόρθωση του Lilliefors και η διαδικασία των ομογενών διακυμάνσεων κατά Levene, ώστε να ελεγχθεί η κανονική κατανομή με σταθερή διακύμανση μεταξύ συνδυαστικών διαφορικών ομάδων. Από την εφαρμογή των κριτηρίων διάγνωσης διατροφικών διαταραχών του ερωτηματολογίου Q-EDD, βρέθηκε ότι το 40% των μαθητριών και μαθητών του δείγματος (σχεδόν 1 στα 2 άτομα) παρουσίαζαν κάποια παθολογία στην πρόσληψη τροφής. Από τα κορίτσια (Ν=148) τα 22 (23%) παρουσίαζαν κλινικά συμπτώματα διατροφικών διαταραχών σε αντίθεση με τα αγόρια (Ν=97) που μόνο 3 (3,09%) παρουσίαζαν ανάλογη συμπτωματολογία. Διαφορά σε σχέση με το φύλο ίσχυσε και στα υποκλινικά συμπτώματα διατροφικών διαταραχών όπου το 36% των κοριτσιών παρουσίασε συμπτώματα σε σύγκριση με το 14,19% των αγοριών. Τα ευρήματα μας, που είναι από τα υψηλότερα στη βιβλιογραφία, δείχνουν ότι το πρόβλημα των παθολογικών συνηθειών διατροφής στους εφήβους και των δυο φύλων και σε πολλαπλάσιο βαθμό στα κορίτσια, είναι έντονο στη χώρα μας. Σύμφωνα με τα κριτήρια του ερωτηματολογίου Q-EDD (τα οποία αντιστοιχούν στα διαγνωστικά κριτήρια κλινικών διατροφικών διαταραχών της 4ης έκδοσης του DSM), ανιχνεύθηκαν συμπτώματα διατροφικών διαταραχών στο 9,79% του δείγματος. Συγκεκριμένα Ψυχογενής Ανορεξία ανιχνεύθηκε στο 0,4% του δείγματος, Ψυχογενής Βουλιμία στο 0,8 %, Διαταραχή Επεισοδίων Υπερφαγίας στο 4,5% και Διατροφικές Διαταραχές μη Προσδιοριζόμενες Αλλιώς (Ανορεξία με Έμμηνο Ρύση, Υπό του Κατωφλίου Βουλιμία, Βουλιμία άνευ Υπερφαγίας) στο 4,5% του δείγματος. Σε όλες τις κλινικές κατηγορίες εκτός της Ψυχογενούς Ανορεξίας η επικράτηση των κοριτσιών έναντι των αγοριών ήταν συντριπτική. Αναλυτικότερα, Ψυχογενής Ανορεξία ανιχνεύθηκε σε 1 αγόρι (1,03%) και σε κανένα κορίτσι, Ψυχογενής Βουλιμία σε 2 κορίτσια (1,35%) και σε κανένα αγόρι και Διαταραχή Επεισοδίων Υπερφαγίας σε 10 κορίτσια (6,76%) και 1 αγόρι (1,03%). Η διαφορά μεταξύ αγοριών και κοριτσιών ίσχυσε εν μέρει και στις Διατροφικές Διαταραχές μη Προσδιοριζόμενες Αλλιώς. Υπό του Κατωφλίου Βουλιμία εμφάνισαν 2 κορίτσια (1,35%) έναντι κανενός αγοριού και Βουλιμία άνευ Υπερφαγίας παρουσίασαν 1 αγόρι (1, 03%) και 1 κορίτσι (0,68%). Στην κατηγορία Ψυχογενής Ανορεξία με Έμμηνο Ρύση, η οποία ίσχυσε μόνο για τα κορίτσια, 6 κορίτσια (4,5%) εκπλήρωσαν τα κριτήρια εισαγωγής σε αυτή την κατηγορία. Σύμφωνα με τα κριτήρια του ερωτηματολογίου Q-EDD για την εκτίμηση των άτυπων συμπτωμάτων διατροφικών διαταραχών, βρέθηκε να εκπληρώνει τα κριτήρια για αυτή την κατηγορία το 30,6% του δείγματος και συγκεκριμένα το 23% των αγοριών και το 36% των κοριτσιών. Τα ευρήματα μας, που είναι από τα υψηλότερα στη βιβλιογραφία, δείχνουν ότι το πρόβλημα των άτυπων/υποκλινικών συνηθειών διατροφής στους εφήβους και των δυο φύλων και ιδιαίτερα στα κορίτσια, είναι έντονο στη χώρα μας. Εκτός των άτυπων κατηγοριών που προβλέπονταν από το Q-EDD, παρατηρήθηκε, ιδιαίτερα στα αγόρια του δείγματός μας, μια διατροφική συμπεριφορά που δεν αναφέρεται στη βιβλιογραφία, η οποία είχε όλα τα χαρακτηριστικά της Διαταραχής Επεισοδίων Υπερφαγίας, με εξαίρεση την αίσθηση απώλειας ελέγχου, κατά τα υπερφαγικά επεισόδια. Τα αγόρια γενικότερα, παρουσίασαν περισσότερο υπερφαγικά υποκλινικά συμπτώματα παρά βουλιμικά ή περιοριστικά. Η υπερίσχυση στα αγόρια αυτών των μορφών συμπτωμάτων ενδέχεται να συνδέεται με την πολιτισμική επιταγή για αύξηση όγκου στους άνδρες (Farrell και συν, 2005; Glauert και συν, 2009). Ωστόσο τα ευρήματα αυτά χρήζουν περαιτέρω διερεύνησης. Κατά την επεξεργασία των δεδομένων που προέκυψαν από τη χορήγηση του ερωτηματολογίου Q-EDD, βρέθηκαν επίσης σημαντικές διαφορές, ανάμεσα στα αγόρια και τα κορίτσια, στον τρόπο που αντιμετωπίζουν το σώμα τους και στους τρόπους που χρησιμοποιούν για τον έλεγχο του βάρους τους. Ενδεικτικά τα κορίτσια είχαν συχνότερα από τα αγόρια Δ.Μ.Σ < 17,5, ανέφεραν συχνότερα από τα αγόρια βάρος σώματος βαρύτερου εκείνου που πραγματικά έχουν, ανησυχούσαν περισσότερο από τα αγόρια για το σχήμα και το βάρος του σώματος, το σχήμα και το βάρος του σώματος τους επηρέαζε πολύ περισσότερο την αυτοεικόνα τους και χρησιμοποιούσαν πολύ συχνότερα από τα αγόρια περιοριστικές και καθαρτικές μεθόδους ελέγχου του βάρους τους. Αντίθετα τα αγόρια υπερτέρησαν των κοριτσιών στην χρήση τα σωματικής άσκησης ως μεθόδου ελέγχου του σωματικού βάρους. Γενικότερα φάνηκε ότι τα κορίτσια επηρεάζονται σε μεγάλο βαθμό από τα πολιτισμικά πρότυπα σχετικά με το σχήμα και το βάρος του σώματος. Ενδεχόμενα η ενσωμάτωση των πολιτισμικά προσδιορισμένων προτύπων ομορφιάς και μάλιστα του λεγόμενου “ ιδανικού της λεπτότητας” (Colabianchi και συν, 2006) από συναισθηματικά ευάλωτες έφηβες, να επηρεάζει την εμφάνιση προβλημάτων στη λήψη τροφής. Κατά τη στατιστική συσχέτιση των αποτελεσμάτων του ερωτηματολογίου Q-EDD με το κοινωνικοοικονομικό επίπεδο των μαθητών όπως αυτό εκφράζεται στο επάγγελμα και στη μόρφωση των γονέων, δεν βρέθηκε σχέση. Επίσης δεν φάνηκε να υπάρχει σχέση μεταξύ των προβλημάτων στη λήψη τροφής και του κατά πόσον η μητέρα βρίσκεται εντός ή εκτός τα αγοράς εργασίας. Η στατιστική συνεκτίμηση των αποτελεσμάτων του Q-EDD με την μεταναστευτική προέλευση, το ιστορικό πολιτισμικών ή γλωσσικών ιδιαιτεροτήτων και την παλιννόστηση δεν στάθηκε δυνατή λόγω του πολύ μικρού αριθμού παιδιών σε αυτές τις πληθυσμιακές ομάδες στο δείγμα. Μελλοντικά, για τη διερεύνηση αυτής της σχέσης, θα είναι προτιμότερη η συλλογή του δείγματος από γυμνασιακές τάξεις ή από εξωσχολικά περιβάλλοντα (γειτονιά, συλλόγους κ.α.). Επίσης δεν θεμελιώθηκε στατιστικά σημαντική σχέση μεταξύ των προβλημάτων στη λήψη τροφής και των μεταβλητών της ηλικίας και της σχολικής απόδοσης. Η εκτίμηση των συμπτωμάτων κατάθλιψης έγινε με την κλίμακα CES-D (Center for Epidemiologic Studies Depression Scale). Σύμφωνα με την παραπάνω κλίμακα η υψηλότερη βαθμολογία είναι ενδεικτική βαρύτερης καταθλιπτικής συμπτωματολογίας και η τιμή ουδού είναι το 16. Στην παρούσα έρευνα, 97 μαθητές (39,6%) εμφάνισαν άθροισμα μεγαλύτερο του 16. Διαπιστώθηκε στατιστικά σημαντική σχέση μεταξύ των συμπτωμάτων κατάθλιψη και του φύλου. Τα κορίτσια παρουσίασαν στοιχεία κατάθλιψης στο 51,1% σε αντίθεση με τα αγόρια που παρουσίασαν στο 29,5%. Παρόμοια ευρήματα έχουν βρεθεί και σε φοιτητικό πληθυσμό (Παπαδιώτη-Αθανασίου, Καλτσούδα, Τσακοπιάκου, Λεοντίτσης, Αλεξίου, 2007). Βρέθηκε στατιστικά σημαντική σχέση μεταξύ των διατροφικών διαταραχών και των στοιχείων κατάθλιψης και στα δυο φύλα. Η σοβαρότητα των καταθλιπτικών στοιχείων βρέθηκε να αυξάνεται αναλογικά με τη σοβαρότητα των προβλημάτων στη λήψη τροφής και το αντίστροφο. Επίσης διαφάνηκε μια τάση αυξημένων τιμών συμπτωμάτων κατάθλιψης σε άτομα με υπερφαγική συμπτωματολογία. Αντίθετα δεν αποδείχθηκε σχέση μεταξύ των στοιχείων κατάθλιψης και του κοινωνικοοικονομικού επιπέδου. Η εκτίμηση της Εσωτερικής Συγκρότησης έγινε με τη χρήση της κλίμακας SOC. Εφαρμόστηκε η δοκιμασία της κανονικής κατανομής κατά Kolmogorov-Smirnov με τη διόρθωση του Lilliefors και η διαδικασία των ομογενών διακυμάνσεων κατά Levene και επιβεβαιώθηκε ότι η συσχέτιση μεταξύ των τριών υποκλιμάκων ( ικανότητα κατανόησης και ερμηνείας, ικανότητα χειρισμού, ικανότητα συναισθηματικής επένδυσης) που διαμορφώνουν την εσωτερική συγκρότηση είναι θετική και ισχυρή. Βρέθηκε στατιστικά σημαντική σχέση μεταξύ της εσωτερικής συγκρότησης και των προβλημάτων στην πρόσληψη τροφής. Συγκεκριμένα βρέθηκε ότι η εσωτερική συγκρότηση μειώνεται όταν το άτομο εμφανίζει διατροφικές διαταραχές κλινικής ή υποκλινικής μορφής. Διαφορές ίσχυσαν και στις υποκλίμακες εκτός της συναισθηματικής επένδυσης. Επίσης βρέθηκε στατιστικά σημαντική σχέση, μεταξύ της εσωτερικής συγκρότησης και της κατάθλιψης, αλλά όχι και της εσωτερικής συγκρότησης και του φύλου. Μελλοντικά θα πρέπει να ερευνηθεί ο διαμεσολαβητικός ρόλος τα εσωτερικής συγκρότησης ανάμεσα στην κατάθλιψη και την ανάπτυξη διαταραχών στη λήψη τροφής. Δεν βρέθηκε στατιστικά σημαντική σχέση μεταξύ των δυο υποκλιμάκων του ερωτηματολογίου οικογενειακών ερεισμάτων (Family Strengths Questionnaire) και των αποτελεσμάτων του ερωτηματολογίου Q-EDD. Ωστόσο, φάνηκε μια τάση των ατόμων με κλινικά ή άτυπα/υποκλινικά προβλήματα διατροφής, ανεξαρτήτως φύλου, να συμφωνούν λιγότερο από ότι τα άτομα χωρίς διατροφική διαταραχή στις θετικές προτάσεις της υποκλίμακας ‘οικογενειακή υπερηφάνεια’. Δεν επιβεβαιώθηκε, επίσης, στατιστική σχέση μεταξύ των διαταραχών διατροφής και των ακραίων απαντήσεων για τα θετικά ή αρνητικά στοιχεία της οικογένειας. Το ίδιο ίσχυσε και κατά τη συσχέτιση των ακραίων απαντήσεων με τις μεταβλητές: φύλο, κατάθλιψη και εσωτερική συγκρότηση. Τα προβλήματα στη λήψη τροφής ενδεχόμενα αποτελούν αρκετά σημαντικό πρόβλημα ιδιαίτερα μεταξύ των εφήβων κοριτσιών. Σχετίζονται θετικά με άλλα προβλήματα όπως τα στοιχεία κατάθλιψης και δείχνουν να επηρεάζουν και να επηρεάζονται από τον ‘υγιή’ ή μη ‘υγιή’ προσανατολισμό του ατόμου προς τις προκλήσεις της ζωής γενικότερα.el
heal.advisorName-
heal.committeeMemberName-
heal.academicPublisherΠανεπιστήμιο Ιωαννίνων. Φιλοσοφική Σχολή. Τμήμα Φιλοσοφίας, Παιδαγωγικής και Ψυχολογίαςel
heal.academicPublisherIDuoi-
heal.numberOfPages284 σ.-
heal.fullTextAvailabilitytrue-
Appears in Collections:Διδακτορικές Διατριβές - ΦΠΨ

Files in This Item:
File Description SizeFormat 
Δ.Δ. ΘΕΟΔΟΣΟΠΟΥΛΟΥ ΦΟΙΒΗ.pdf2.02 MBAdobe PDFView/Open


This item is licensed under a Creative Commons License Creative Commons