Please use this identifier to cite or link to this item: https://olympias.lib.uoi.gr/jspui/handle/123456789/37674
Full metadata record
DC FieldValueLanguage
dc.contributor.authorΣταύρου, Ιωάνναel
dc.date.accessioned2024-05-20T10:48:45Z-
dc.date.available2024-05-20T10:48:45Z-
dc.identifier.urihttps://olympias.lib.uoi.gr/jspui/handle/123456789/37674-
dc.identifier.urihttp://dx.doi.org/10.26268/heal.uoi.17382-
dc.rightsAttribution-NonCommercial-NoDerivs 3.0 United States*
dc.rights.urihttp://creativecommons.org/licenses/by-nc-nd/3.0/us/*
dc.subjectΕμμηναρχήel
dc.subjectΟιστρογόνος υποδοχέας Α και Βel
dc.subjectΓονιδιακοί πολυμορφισμοίel
dc.titleΗ συσχέτιση πολυμορφισμών του γονιδίου του υποδοχέα των οιστρογόνων με την ηλικία εμμηναρχής σε έφηβες της περιοχής Κόνιτσας Ιωαννίνωνel
dc.titleAssociation of polymorphisms of the estrogen receptor gene with the age of menarche in adolescent females from the region of Konitsaen
dc.typemasterThesis*
heal.typedoctoralThesis-
heal.type.enDoctoral thesisen
heal.type.elΔιδακτορική διατριβήel
heal.classificationΕμμηναρχή-
heal.dateAvailable2024-05-20T10:49:45Z-
heal.languageel-
heal.accessfree-
heal.recordProviderΠανεπιστήμιο Ιωαννίνων. Σχολή Επιστημών Υγείαςel
heal.publicationDate2005-
heal.abstractΣτην παρούσα μελέτη εκτιμήθηκε η συσχέτιση των πολυμορφισμών των γονιδίων του οιστρογονικού υποδοχέα α και β με την ηλικία εμμηναρχής σε κορίτσια ηλικίας 12 εως και 19 ετών, που ήταν κάτοικοι της επαρχίας Κόνιτσας του νομού Ιωαννίνων. Η απόφαση του να μελετηθούν οι πολυμορφισμοί των γονιδίων του οιστρογονικού υποδοχέα α και β (ERa, ΕΡβ) στο συγκεκριμένο πληθυσμό, στηρίχτηκε στις ακόλουθες σκέψεις. Πρώτα από όλα, η συγκεκριμένη επαρχία απαρτίζεται από χωριά τα οποία παρέμεναν για πολλά χρόνια απομονωμένα, και οι κοινωνίες αυτές ήταν για πολλές γενιές κλειστές. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα ο πληθυσμός που επιλέξαμε να είναι ομοιογενής, προκειμένου η πολιτισμική και πληθυσμιακή ετερογένεια να ελαχιστοποιηθεί, εφόσον τοπικοί και περιβαλλοντικοί παράγοντες φαίνεται να παίζουν κάποιο ρόλο στην ηλικία της εμμηναρχής. Η επιλογή των συγκεκριμένων γονιδίων βασίστηκε αρχικά στη σκέψη ότι τα οιστρογόνα είναι οι κυρίαρχες ορμόνες που δρούν στο γεννητικό σύστημα της γυναίκας. Όσο αφορά την εμμηναρχή πρόκειται για μια σύνθετη διαδικασία, η οποία απαιτεί αλληλεπίδραση των οιστρογόνων, της FSH, LH και της προγεστερόνης. Η εμφάνιση της πραγματοποιείται όταν η υπόφυση και ο υποθάλαμος αποκτήσουν ευαισθησία στη θετική παλίνδρομη διέγερση της οιστραδιόλης. Η δράση των οιστραδιόλης ασκείται μέσω της σύνδεσης της με τους ERa και ERβ. Ο δεύτερος λόγος που μας οδήγησε στη μελέτη των ERa και ERβ είναι η σημαντική ιστική κατανομή τους στο γυναικείο αναπαραγωγικό σύστημα, η οποία επιβεβαιώθηκε σε πρόσφατες βιοχημικές και ιστολογικές μελέτες. Συγκεκριμένα ο ERβ ανιχνεύεται στα κοκκιώδη κύτταρα των αναπτυσσόμενων ωοθυλακίων σε όλα τα στάδια, από το αρχέγονο ως το ώριμο ωοθυλάκιο, σε αντίθεση με τον ERa ο οποίος ανιχνεύεται κυρίως στα ώριμα ωοθυλάκια. Ένας τρίτος λόγος που μας οδήγησε στη συγκεκριμένη επιλογή ήταν ότι σε μελέτες πειραματικών μοντέλων, στα οποία δεν εκφράζονται τα γονίδια του ERa και του ER(3, κι επομένως και οι αντίστοιχοι υποδοχείς, επηρεάζονται τα στάδια της ωοθυλακιογένεσης. Έτσι επίμυες που δεν εκφράζουν τον ERa (ERa knockout- ERKO) παρουσιάζουν στειρότητα, έχουν υποπλαστική μήτρα και υπεραιμικές ωοθήκες, ενώ επίμυες που δεν εκφράζουν τον ERβ (ERβ knockout-BERKO), μολονότι εμφανίζουν γονιμότητα, παρουσιάζουν ωοθυλακιορρηξία λιγότερο συχνά από τους φυσιολογικούς επίμυες. Επίμυες που δεν εκφράζουν κανένα υποδοχέα οιστρογόνων (knockout για ERa και ERβ, ΕΡαβΚΟ) παρουσιάζουν στειρότητα και οι ωοθήκες τους παρουσιάζουν δομές που μοιάζουν με τα σπερματικά σωληνάρια και τα κύτταρα Sertoli των όρχεων. Το υλικό της μελέτης μας αποτέλεσαν 150 κορίτσια ηλικίας 12-19 ετών, κάτοικοι της κωμόπολης της Κόνιτσας και των γύρω χωριών. Η μελέτη έλαβε χώρα στο Γυμνάσιο και τα δύο Λύκεια της περιοχής. Οι μαθήτριες συμπλήρωσαν ερωτηματολόγιο που αφορούσε στοιχεία από το ατομικό και το οικογενειακό τους αναμνηστικό. Πληροφορίες για την εμμηναρχή ελήφθησαν μέσω συνεντεύξεων με τις νεαρές έφηβες και με τις μητέρες τους και σε ορισμένες περιπτώσεις μέσω ημερολογίων. Σε κάθε κορίτσι έγινε καταγραφή σωματομετρικών στοιχείων και υπολογίστηκε ο δείκτης μάζας σώματος. Ελήφθη δείγμα αίματος για το γονιδιακό έλεγχο. Ο καθορισμός των γονοτύπων έγινε με ανάλυση DNA που εξήχθη από λευκοκύτταρα περιφερικού τύπου. Η ανάλυση έγινε σε συγκεκριμένα τμήματα του DNA, τα οποία εκλεκτικά πολλαπλασιάστηκαν και απομονώθηκαν με τη μέθοδο της αλυσιδωτής αντίδρασης πολυμεράσης (polymerase chain reaction, PCR). Τα προϊόντα της PCR αποτέλεσαν τμήματα των γονιδίων ERa και ERβ τα οποία περιείχαν το πολυμορφικό σημείο. Όλοι οι μελετηθέντες πολυμορφισμοί ήταν SNPs , δηλαδή πολυμορφισμοί ενός μόνο νουκλεοτιδίου και μελετήθηκαν με τη μέθοδο των πολυμορφισμών περιορισμού μήκους θραύσματος (restriction fragment length polymorphisms, RFLPs) με τη χρήση περιοριστικών ενδονουκλεασών. Τα προϊόντα της ενζυμικής πέψης για κάθε πολυμορφισμό ηλεκτροφορήθηκαν σε πήκτωμα αγαρόζης. Για το γονίδιο του ERa μελετήθηκαν δύο σημεία περιορισμού, το Xbal και το Pvull, ενώ για το γονίδιο του ERβ το Alul και Rsal. Για τον καθορισμό των πολυμορφισμών αρχικά πραγμοτοποιήθηκε αντίδραση PCR, ακολούθησε πέψη των προϊόντων της PCR με τα περιοριστικά ένζυμα Xbal, Pvull και Alul, Rsal για τα δύο γονίδια αντίστοιχα. Οι γονότυποι που προέκυψαν από την παραπάνω διαδικασία ήταν ΡΡ/Ρρ/ρρ, ΧΧ/Χχ/χχ για τον Pvull και τον Xbal αντίστοιχα, και AA/Aa/aa, RR/Rr/rr για τον Alul και Rsal αντίστοιχα, με τα κεφαλαία γράμματα να αντιστοιχούν στην απουσία του σημείου περιορισμού. Η κατανομή των γονοτυπικών συχνοτήτων για τους πολυμορφισμούς των ERa και ERβ όπως προέκυψαν από την ανάλυση των αποτελεσμάτων μας ήταν σε γενικές γραμμές παρόμοια με αυτή που έχει περιγράφει και σε άλλους Καυκάσιους πληθυσμούς. Για το γονίδιο του ERa η συχνότητα για το αλλήλιο X ήταν 43.4%, και για το αλλήλιο Ρ ήταν 53.4%, για τους πολυμορφισμούς Xbal και Pvull αντίστοιχα. Για το γονίδιο του ERβ η συχνότητα για το αλλήλιο R ήταν 100% και για το αλλήλιο Α ήταν 72%, για τους πολυμορφισμούς Rsal και Alul αντίστοιχα. Η μέση ηλικία εμμηναρχής ήταν 12.9±1.2 χρόνια. Όταν έγινε σύγκριση των γονοτύπων με την ηλικία εμμηναρχής τα αποτελέσματα ήταν τα ακόλουθα: Η εμμηναρχή ήρθε περίπου 0.5 χρόνια αργότερα στα κορίτσια με XX γονότυπο (ομοζυγωτών χωρίς την αντικατάσταση) από ότι σε κορίτσια με Χχ ή χχ γονότυπο (ετεροζυγωτών και ομοζυγωτών φερόντων την ανντικατάσταση). Η διαφορά ήταν σημαντική στη σύγκριση μεταξύ των XX και Χχ, χχ (ρ=0.017), ενώ δεν ήταν σημαντική (ρ=0.057) όταν και οι τρείς ομάδες συγκρίθηκαν μεταξύ τους. Για τον Pvull φάνηκε να υπάρχει παρόμοια τάση για αργότερη ηλικία εμμηναρχής στα κορίτσια με γονότυπο ΡΡ όταν συγκρίθηκαν με τους Ρρ και ρρ. Η διαφορά δεν ήταν όμως σημαντική (ρ=0.21). Όταν έγινε προσαρμογή για το δείκτη μάζας σώματος, η διαφορά μεταξύ των XX ομοζυγωτών και των άλλων ατόμων ήταν 0.057 χρόνια (ρ=0.021), ενώ η διαφορά μεταξύ των ΡΡ ομοζυγωτών και των Ρρ,ρρ ατόμων ήταν 0.26 χρόνια ( ρ=0.26). Επειδή οι πολυμορφισμοί Xbal και Pvull συνδέονται άμμεσα, μελετήθηκαν συγχρόνως ως προς την επίδραση τους στην εμμηναρχή. Η διαφορά μάλιστα ήταν ακόμη μεγαλύτερη όταν συγκρίθηκαν οι απλότυποι ΡΧ. Κατά μέσο όρο, οι ΡΧ ομοζυγώτες είχαν περίπου 8 μήνες αργότερα εμμηναρχή όταν συγκρίθηκαν με τους ετεροζυγώτες και τα άτομα που δεν έφεραν το συνδυασμό των ΡΧ αλληλίων. Δεν παρατηρήθηκε καμμία διαφορά στην εμμηναρχή συγκρίνοντας τους ΡΧ ετεροζυγώτες (ΡρΧχ, ΡΡΧχ) (μέση ηλικία εμμηναρχής 12.76 χρόνια SD 1.17) με τα άτομα που δεν έφεραν το συνδυασμό των ΡΧ αλληλίων (ΡΡχχ, ΡρΧΧ, Ρρχχ, ρρΧχ, ρρχχ) (μέση ηλικία εμμηναρχής 12.76 χρόνια SD 1.34). Η παπαπάνω σύγκριση ισχύει με την προϋπόθεση ότι οι ΡρΧχ είναι ετεροζυγώτες (φέρουν δηλαδή τους συνδυασμούς ΡΧ και ρχ αλληλίων), δεδομένης της ισχυρής ανισοκατανομής σύνδεσης μεταξύ των και πολυμορφισμών. Η ηλικία εμμηναρχής ήταν επίσης παρόμοια μεταξύ των ΡρΧχ ατόμων (μέση τιμή 12.82 χρόνια SD 1.16) και των βέβαιων ΡΧ ετεροζυγωτών, ΡΡΧχ κα ΡρΧΧ (μέση τιμή 12.54 χρόνια SD 1.21). Επομένως η γενετική επίδραση περιορίζεται στους ομοζυγώτες ΡΧ χωρίς φανερή ένδειξη για δοσοεξαρτώμενη επίδραση (dose-response effect). Ακόμη κι όταν έγινε προσαρμογή για το δείκτη μάζας σώματος η διαφορά παρέμεινε σημαντική μεταξύ των ομοζυγωτών ΡΧ και όλων των άλλων (ρ=0.008). Σημαντική φένεται να είναι η επίδραση του Alul πολυμορφισμού στην εμμηναρχή. Οι ομοζυγώτες ΑΑ είχαν 0.57 χρόνια αργότερα εμμηναρχή όταν συγκρίθηκαν με τους ετεροζυγώτες Aa (ρ=0.005). Η διαφορά παρέμεινε σημαντική όταν έγινε προσαρμογή για το δείκτη μάζας σώματος (=0.006). Ο Rsal πολυμορφισμός δε βρέθηκε σε κανένα από τα άτομα που μελετήθηκαν. Δεδομένου ότι ο ERa και ο ERβ αλληλεπιδρούν, μελετήθηκαν συγχρόνως οι πολυμορφισμοί και των δύο γονιδίων, για πιθανή συνεργική δράση στην ηλικία εμμηναρχής. Κορίτσια που δεν έφεραν καμμία από τις πολυμορφικές θέσεις που μελετήσαμε, είχαν δηλαδή γονότυπο ΡΡΧΧΑΑ, είχαν 4 μήνες αργότερα εμμηναρχή όταν συγκρίθηκαν με ετεροζυγώτες, οι οποίοι έφεραν 2-5 κεφαλαία αλλήλια, και 11 μήνες αργότερα εμμηναρχή όταν συγκρίθηκαν με ετεροζυγώτες, οι οποίοι έφεραν 1 κεφαλαίο αλλήλιο, είχαν δηλαδή γονότυπο Aaxxpp. Η μείωση της ηλικίας εμμηναρχής με την αύξηση των αλληλίων για τις πολυμορφικές θέσεις, είναι πιθανά ένδειξη για δοσοεξαρτώμενη επίδραση. Η διαφορά ήταν σημαντική όταν συγκρίθηκαν και οι τρεις ομάδες μεταξύ τους (ρ=0.042), και παρέμεινε σημαντική μετά από προσαρμογή για το δείκτη μάζας σώμαίος (ρ=0.034). Συμπερασματικά τα αποτελέσματα μας δείχνουν ότι ο πολυμορφισμός Alul του ERβ, ο Xbal και πιθανώς ο Pvull του ERa μπορεί να αποτελούν γενετικούς παράγοντες της ηλικίας εμμηναρχής. Ο Rsal πολυμορφισμός του ERβ ,είναι σπάνιος στον πληθυσμό που μελετήσαμε. Πολυμορφισμοί και των δύο γονιδίων πιθανώς ασκούν συνεργική επίδραση στην ηλικία εμμηναρχής.el
heal.abstractThe present study evaluated the correlation between polymorphisms of the estrogen receptor a and β genes with the age of menarche in girls 12 to 19 years, from the region of Konitsa, perfecture of loannina. The decision to study these polymorphisms in the specific population was based on the following. First, the region has many isolated villages made up of communities which have been closed for many generations. As a result the population chosen was homogeneous, taking into consideration that regional and environmental factors seem to play a role in the age of menarche. The decision to choose estrogen receptor genes was based on the fact that estrogens are the predominant hormones acting on the female genitalia. Menarche is a complicated procedure, requiring the interaction of estrogens, FSH, LH and progesterone. It is initiated when the pituitary and the hypothalamus become sensitive to the positive feedback of estradiol. The action of estrogens is performed through their linkage with the estrogen receptors a and β. Biochemical and histological studies demonstrate the presence of the two estrogen receptor subtypes, ER a anb β in the human reproductive tissues. In ovaries, ERβ was detected in granulose cells of growing follicles, whereas ERa was poorly expressed, being located in the theca interna and interstitial cells. In the uterus, the reverse situation was found, with high expression of ERa in epithelial, stromal and muscle cells and very low expression of ERβ. Mice lacking estrogen receptors alpha and beta ERαβKO were generated to clarify the roles of each receptor in the physiology of estrogen target tissues. Ovaries of adult ERαβKO females exhibit follicle transdifferentiation to structures resembling seminiferous tubules of the testis, including Sertoli-like cells. Therefore, loss of both receptors leads to an ovarian phenotype that is distinct from that of the individual ERKO mutants, which indicates that both receptors are required for the maintenance of germ and somatic cells in the postnatal ovary. We performed genotyping for ER a and β gene polymorphisms in a cohort of 145 healthy adolescent females from the region of Konitsa in North- Western Greece, a mountainous area with closed, rural population. Information on menarche was obtained through interviews with the adolescents and their mothers and through diaries. Informed consent was obtained for genotyping. Menarche information was collected independently from genotype information. DNA was extracted from peripheral blood leukocytes using standard procedyres. Specific DNA amplification was performed by PCR (polymerase chain reaction). PCR products were analyzed for RFLPs using restriction enzymes. Enzyme digestion products underwent electrophoresis on agarose gel and the separation patterns were photographed under ultraviolet illumination. The resulting genotypes for Xbal, Pvull and Alul, Rsal restriction sites were characterized as XX/Xx/xx, PP/Pp/pp and AA/Aa/aa, RR/Rr/rr respectively, with the capital letters indicating the absence of the restriction site. In general, menarche occurred 0.5 years later in girls with the XX genotype than in girls with the Xx or xx genotype. The difference was significant for the comparison of XX versus Xx and xx (p=0.017, p=0.057 when all three genotypes were compared by ANOVA). There appeared to be a similar trend for later onset of menarche among girls grouped by Pvull genotype with the PP genotype, when compared with Pp or pp, but the difference did not reach formal significance (p=0.21). After adjusting for body mass index, the difference between XX homozygotes and the other subjects was 0.57 years (p=0.021). The difference between PP homozygotes and other subjects was still not significant (0.26 years, p=0.26). The difference was even larger when we considered the PX haplotype. On average, PX homozygotes had 8 months delay in menarche compared with PX heterozygotes and subjects without the PX allele combined. Separation of PX heterozygotes from subjects without the PX allele is not as straightforward as there is uncertainty adout whether the PpXx individuals are all PX heterozygotes (carrying the PX and px alleles), or if some have no PX allele at all (i.e. they carry two Px alleles). Assuming the PpXx individuals to be PX heterozygotes, there was no difference in the age of menarche between the group of PX heterozygotes (mean 12.76 years, SD 1.17), and subjects without any PX allele (mean 12.76 years, SD 1.34). The mean age of menarche was similar between the PpXx individuals (mean 12.82 years, SD 1.16) and the certain PX heterozygotes (mean 12.54 years, SD 1.21). Thus the genetic effect was limited to PX homozygocity and there was no apparent evidence of a dose-response effect. Finally, the difference between PX homozygotes and other subjects was still 0.67 years (p=0.008). Menarche occurred 0.57 years later on average in girls with AA genotype than in girls with Aa genotype. The difference was significant for the comparison of AA vs Aa (p=0.005). After adjusting for body mass index the difference was still significant (p=0.006). The Rsal polymorphism was not found in any of the females tested. As it has been postulated that ERa and ERp may interact we investigated whether variation at both loci may have a combined effect on the age of menarche. A genotype analysis was carried out for each of the SNPs studied. The girls carried out the genotype AAXXPP had 4 months delay in menarche when compared with heterozygotes carrying 2-5 capital letters, and 11 months later menarche when compared with the girls bearing the genotype combination Aaxxpp. The difference was significant when all three groups were compared (p=0.042). There appeared to be a trend for earlier onset of menarche for the girls carrying one or more p,x,a alleles. Thus the genetic effect was larger for the girls with the most p,x,a allels, we could talk for a dose response effect. After adjusting for body mass index the difference between the girls with genotype combination AAXXPP and the other subjects was still significant (p=0.034). In conclusion, our results show that Alul polymorphism of ERp, Xbal and probably Pvull of ERa might be genetic factors for the age of menarche. Rsal polymorphism of ERp is rare in the population we studied. Polymorphisms of both genes probably have synergistic effect on the age of menarche.en
heal.advisorNameΤσατσούλης, Αγαθοκλήςel
heal.committeeMemberNameΤσατσούλης, Αγαθοκλήςel
heal.committeeMemberNameΙωαννίδης, Ιωάννηςel
heal.committeeMemberNameΓεωργίου, Ιωάννηςel
heal.committeeMemberNameΠαρασκευαϊδης, Ευάγγελοςel
heal.committeeMemberNameΜπουραντάς, Κωνσταντίνοςel
heal.committeeMemberNameΚαλανταρίδου, Σοφίαel
heal.committeeMemberNameΦιλίππου, Γεώργιοςel
heal.academicPublisherΠανεπιστήμιο Ιωαννίνων. Σχολή Επιστημών Υγείας. Τμήμα Ιατρικήςel
heal.academicPublisherIDuoi-
heal.numberOfPages65-
heal.fullTextAvailabilitytrue-
Appears in Collections:Διδακτορικές Διατριβές - ΙΑΤ

Files in This Item:
File Description SizeFormat 
Δ.Δ. ΣΤΑΥΡΟΥ ΙΩΑΝΝΑ 2005.pdf1.23 MBAdobe PDFView/Open


This item is licensed under a Creative Commons License Creative Commons