Please use this identifier to cite or link to this item: https://olympias.lib.uoi.gr/jspui/handle/123456789/31631
Full metadata record
DC FieldValueLanguage
dc.contributor.authorΚαλογερόπουλος, Δημήτριοςel
dc.date.accessioned2022-02-01T08:17:56Z-
dc.date.available2022-02-01T08:17:56Z-
dc.identifier.urihttps://olympias.lib.uoi.gr/jspui/handle/123456789/31631-
dc.identifier.urihttp://dx.doi.org/10.26268/heal.uoi.11447-
dc.rightsAttribution-NonCommercial-NoDerivs 3.0 United States*
dc.rights.urihttp://creativecommons.org/licenses/by-nc-nd/3.0/us/*
dc.subjectΡαγοειδίτιδαel
dc.subjectΦλεγμονήel
dc.subjectΚλινική εξέτασηel
dc.subjectΟφθαλμική απεικόνισηel
dc.subjectΕργαστηριακές εξετάσειςel
dc.subjectΘεραπείαel
dc.subjectUveitisen
dc.subjectInflammationen
dc.subjectClinical examinationen
dc.subjectOphthalmic imagingen
dc.subjectLaboratory investigationen
dc.subjectTreatmenten
dc.titleΗ εφαρμογή των αποτελεσμάτων της ανάλυσης δεδομένων διαγνωστικών και θεραπευτικών προσεγγίσεων, σε ασθενείς με ραγοειδίτιδα σε ένα τριτοβάθμιο ακαδημαϊκό κέντρο αναφοράς, στην βελτίωση της αντιμετώπισης των ραγοειδιτίδωνel
dc.titleThe application of the results of data analysis of the diagnostic and therapeutic approaches in patients with uveitis, at a tertiary academic referral centre, in improving the management of uveitisen
heal.typedoctoralThesis-
heal.type.enDoctoral thesisen
heal.type.elΔιδακτορική διατριβήel
heal.classificationΡαγοειδίτιδα-
heal.dateAvailable2022-02-01T08:18:56Z-
heal.languageel-
heal.accessfree-
heal.recordProviderΠανεπιστήμιο Ιωαννίνων. Σχολή Επιστημών Υγείας. Τμήμα Ιατρικήςel
heal.publicationDate2021-
heal.bibliographicCitationΒιβλιογραφία: σ. 137-146el
heal.abstractΣκοπός της μελέτης: Η ανάλυση των δεδομένων της διαγνωστικής και θεραπευτικής προσέγγισης των ασθενών με ραγοειδίτιδα σε ένα τριτοβάθμιο ακαδημαϊκό κέντρο αναφοράς και η ανάπτυξη αλγορίθμων για την βελτίωση της αντιμετώπισης των ραγοειδιτίδων.Υλικό και μέθοδοι: Μελέτη παρατήρησης των ασθενών με ραγοειδίτιδα που αντιμετωπίστηκαν στο Τμήμα Οφθαλμικών Φλεγμονών και Λοιμώξεων της Οφθαλμολογικής Κλινικής του Πανεπιστημιακού Γενικού Νοσοκομείου Ιωαννίνων (Π.Γ.Ν.Ι.) από το 1991-2020. Πέρα από το επιδημιολογικό προφίλ των ασθενών, έγινε καταγραφή των ποσοστών της διαγνωστικής προσέγγισης των αιτίων των διαφόρων ραγοειδιτίδων, των διαγνωστικών διαδικασιών, των θεραπευτικών προσεγγίσεων της φλεγμονής, των επιπλοκών των ραγοειδιτίδων και της αντιμετώπισή τους, καθώς και των παραμέτρων που οδήγησαν σε αποτυχία της θεραπείας, αλλά και των παραμέτρων που οδήγησαν στην βελτίωση της αντιμετώπισης των ραγοειδιτίδων. Αποτελέσματα: Από το σύνολο των 6191 ραγοειδιτίδων που μελετήθηκαν οι 1925 ήταν λοιμώδεις, οι 4125 μη λοιμώδεις, ενώ καταγράφηκαν και 141 σύνδρομα μεταμφίεσης. 5950 ασθενείς ήταν ενήλικες (≥ 18 ετών) με μία μικρή υπεροχή στις γυναίκες και οι 241 παιδιά (<18 ετών). Αν και το μεγαλύτερο μέρος των ασθενών προέρχεται από τα Ιωάννινα (2400 περιστατικά) και την υπόλοιπη Ήπειρο (1031 περιστατικά), ένας σημαντικός αριθμός ασθενών προέρχεται από άλλες περιοχές της Ελλάδας, ενώ καταγράφηκαν 428 περιστατικά από το εξωτερικό. Σε 6050 ασθενείς με ραγοειδίτιδα (αφαιρώντας τις 141 περιπτώσεις συνδρόμων μεταμφίεσης), λαμβάνοντας υπόψη ότι σε αρκετούς ασθενείς η ραγοειδίτιδα αφορούσε και τους δύο οφθαλμούς, πρόσθιες ραγοειδίτιδες αφορούσαν 4557 οφθαλμούς (59.1% του συνόλου), διάμεσες ραγοειδίτιδες 461 οφθαλμούς (5.99%), οπίσθιες ραγοειδίτιδες 1685 οφθαλμούς (21.85%) και πανραγοειδίτιδες 1007 οφθαλμούς (13.06%). Από τις λοιμώδεις ραγοειδίτιδες το 60.40% ήταν ιοί, το 22.90% παράσιτα και το 16.70% βακτήρια. Το 24.2% του συνόλου των ραγοειδιτίδων (1500 περιστατικά) οφείλεται σε 4 μικροοργανισμούς. Η ερπητική ραγοειδίτιδα (HSV-1 και VZV/HZV) ήταν το συνηθέστερο αίτιο λοιμώδους ραγοειδίτιδας (14.87%), ακολουθούμενη από την τοξοπλάσμωση (6.6%) και τη φυματίωση (2.74%). Από την άλλη πλευρά, το 49.2% των μη λοιμωδών ραγοειδιτίδων δεν βρέθηκε να έχουν κάποια γνωστή συστηματική συσχέτιση. Σε πάνω από το 1/5 των μη λοιμωδών ραγοειδιτίδων το πρώτο ή και μοναδικό όργανο-στόχος ήταν ο οφθαλμός. Στην μελέτη μας από πλευράς μη λοιμωδών ραγοειδιτίδων η σαρκοείδωση, τα σύνδρομα λευκών κηλίδων (και οι οντότητες που εμφανίζονται με λευκές κηλίδες), η αγκυλοποιητική σπονδυλίτιδα, η φακοαναφυλακτική ραγοειδίτιδα, η νόσος Αδαμαντιάδη-Behçet και η νεανική ιδιοπαθής αρθρίτιδα, ήταν τα 6 πιο συχνά αίτια. Οι λοιμώδεις ραγοειδίτιδες ήταν πιο συχνές στον αγροτικό πληθυσμό, ενώ οι μη λοιμώδεις στον αστικό. Διαπιστώθηκε σταδιακή βελτίωση της διαγνωστικής ακρίβειας (ειδικά μετά το 2000) με το ποσοστό των ασθενών μας με επιβεβαιωμένη διάγνωση του αιτίου της ραγοειδίτιδας (1991-2020) να φθάνει μέχρι και το 80.5% στα 5 έτη παρακολούθησης. Η έκβαση του θεραπευτικού αποτελέσματος βελτιώθηκε ιδιαίτερα μετά το 2000. Το τελικό αποτέλεσμα της ανάλυσης ήταν η δημιουργία διαγνωστικών και θεραπευτικών αλγορίθμων.Συμπεράσματα: Η μελέτη ενός μεγάλου αριθμού ασθενών με ραγοειδίτιδα σε ένα χρονικό διάστημα τριών δεκαετιών μας επιτρέπει να αντλήσουμε χρήσιμα συμπεράσματα σε πολλαπλά επίπεδα, επιτρέποντας την βελτίωση της αντιμετώπισης των ραγοειδιτίδων. Διαπιστώνεται ότι η βελτίωση των εργαστηριακών τεχνικών (και ιδιαίτερα αυτών που έχουν να κάνουν με τις διαγνωστικές παρακεντήσεις), η εξέλιξη της απεικόνισης (imaging) και η ουσιαστική συνεργασία με άλλες ειδικότητες έχουν συμβάλλει σημαντικά στην διαγνωστική ικανότητα, προσφέροντας την δυνατότητα πιο γρήγορης και ακριβούς αναγνώρισης του αιτίου της ραγοειδίτιδας. Η εφαρμογή νέων θεραπειών και η εξέλιξη των χειρουργικών τεχνικών έχουν συμβάλλει στην αποτελεσματική αντιμετώπιση της φλεγμονής και των επιπλοκών της. Διαπιστώνεται ότι η αποτελεσματικότητα στην διαχείριση των ραγοειδιτίδων σχετίζεται άμεσα με την εμπειρία του κέντρου αναφοράς. Ωστόσο, πέρα από την έγκαιρη παραπομπή ενός ραγοειδικού ασθενούς σε ένα ειδικό τμήμα, φαίνεται ότι η συμμόρφωση του ασθενούς με την θεραπεία και η στενή παρακολούθηση αποτελούν καθοριστικούς παράγοντες όσον αφορά την τελική έκβαση (ανατομικό και λειτουργικό αποτέλεσμα). Συμπερασματικά, όλοι οι παραπάνω παράγοντες οδηγούν στον περιορισμό των λεγόμενων «αθροιστικών καταστροφών», διασφαλίζοντας ένα καλύτερο τελικό αποτέλεσμα για την όραση του ασθενούς και κατ’ επέκταση της ποιότητας ζωής του. Βασική παράμετρος για την επίτευξη του συγκεκριμένου στόχου είναι η εφαρμογή διαγνωστικών και θεραπευτικών αλγορίθμων για την ολιστική αντιμετώπιση των ραγοειδιτίδων.el
heal.abstractAim: To analyze the data from the diagnostic and therapeutic approach of patients with uveitis at a tertiary academic referral centre and the development of algorithms for the improvement of the management of uveitis. Material and methods: Observational study of the uveitic patients that were treated at the Unit of Ocular Inflammation and infection of the Department of Ophthalmology of the University Hospital of Ioannina (Greece) from 1991 to 2020. Apart from the epidemiological profile of patients, we recorded the rates of diagnostic approach among the different causes of uveitis, the diagnostic procedures, the therapeutic approaches, the complication rates and the management of complications, as well as the factors that led to a failure and the factors that contributed in the improvement of the management of uveitis. Results: Out of a total of 6191 uveitis, 1925 were infectious, 4125 non-infectious, whereas an overall of 141 masquerade syndromes were recorded. 5950 patients were adults with slight female predominance and 241 were children (<18 years-old. Although the vast majority of patients (2400 cases) come from Ioannina and the region of Epirus (1031 case), a considerable figure of patients come from other areas of Greece, while 428 came from other countries. It was found that in 6050 uveitis (subtracting 141 cases that were masquerade syndromes) 4557 eyes (59.1%) had anterior uveitis, 461 eyes had intermediate uveitis (5.99%), 1685 eyes had posterior uveitis (21.85%) and 1007 eyes (13.06%) had panuveitis. In the group of infectious uveitis 60.40% were attributed to viruses, 22.90% to parasites and 16.70% to bacteria. 24.2% of cases (1500 patients) were correlated to 4 specific microorganisms. Herpetic uveitis ((HSV-1 and VZV/HZV)) was the most common cause of infectious uveitis (14.87%), followed by toxoplasmosis (6.6%) and tuberculosis (2.74%). On the other hand, in 49.2% of non-infectious uveitis there was no systematic correlation. In more than 1/5 of non-infectious uveitis, the eye was the first or the only organ-target. In our study the most frequent causes of non-infectious uveitis included sarcoidosis, white dot syndromes, ankylosing spondylitis, lens-induced uveitis, Adamantiades-Behçet disease and idiopathic juvenile arthritis were the 6 most common causes. Infectious uveitis were more common in rural population, whereas non-infectious were recorded more frequently in the urban population. A gradual improvement was recorded in the diagnostic accuracy of uveitis (especially after 2000) as the percentage of patients with a confirmed diagnosis (1991-2000) climbed up to 80.5% in a 5-year follow-up. A substantial improvement of the therapeutic outcome was observed after 2000. The final outcome of this study was the development of diagnostic and therapeutic algorithms. Conclusions: Studying such a large number of uveitics in a period of 3 decades can lead to significant observations, contributing to various crucial observations and therefore to the improvement of the management of uveitis. The developments in the laboratory tests (especially those associated with the diagnostic paracentesis), the progress of ophthalmic imaging and the collaboration with other specialties enabled clinicians to make faster and more accurate diagnosis in patients with uveitis. Modern treatments and surgical techniques played a critical role in the management of ocular inflammation and the associated complications. Several factors including centre’s experience, prompt referral, patient’s compliance and regular follow-ups are linked to a better outcome. In conclusion, a more efficient management of uveitis can provide a better visual outcome and therefore a better quality of life. To achieve this goal, the development of diagnostic and therapeutic algorithms constitutes a crucial parameter.en
heal.advisorNameΑσπρούδης, Ιωάννηςel
heal.committeeMemberNameΑσπρούδης, Ιωάννηςel
heal.committeeMemberNameΣτεφανιώτου, Μαρίαel
heal.committeeMemberNameΜόσχου, Μαρία-Ευαγγελίαel
heal.committeeMemberNameΚοζομπόλης, Βασίλειοςel
heal.committeeMemberNameΒούλγαρη, Παρασκευήel
heal.committeeMemberNameΚατσάνος, Ανδρέαςel
heal.committeeMemberNameΓκαρτζονίκα, Κωνσταντίναel
heal.academicPublisherΠανεπιστήμιο Ιωαννίνων. Σχολή Επιστημών Υγείας. Τμήμα Ιατρικήςel
heal.academicPublisherIDuoi-
heal.numberOfPages146 σ.-
heal.fullTextAvailabilitytrue-
Appears in Collections:Διδακτορικές Διατριβές - ΙΑΤ

Files in This Item:
File Description SizeFormat 
Δ.Δ. ΚΑΛΟΓΕΡΟΠΟΥΛΟΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ 2021.pdf4.45 MBAdobe PDFView/Open


This item is licensed under a Creative Commons License Creative Commons