Please use this identifier to cite or link to this item: https://olympias.lib.uoi.gr/jspui/handle/123456789/30116
Full metadata record
DC FieldValueLanguage
dc.contributor.authorΜασούρα, Φωτεινήel
dc.date.accessioned2020-10-01T07:22:35Z-
dc.date.available2020-10-01T07:22:35Z-
dc.identifier.urihttps://olympias.lib.uoi.gr/jspui/handle/123456789/30116-
dc.identifier.urihttp://dx.doi.org/10.26268/heal.uoi.10007-
dc.rightsAttribution-NonCommercial-NoDerivs 3.0 United States*
dc.rights.urihttp://creativecommons.org/licenses/by-nc-nd/3.0/us/*
dc.subjectΝευρογνωσιακή λειτουργίαel
dc.subjectΚαρκίνος μαστούel
dc.subjectΠοιότητα ζωήςel
dc.subjectChemo brainen
dc.subjectQuality of lifeen
dc.subjectBreast canceren
dc.subjectNeurocognitive functionen
dc.titleΠροοπτική μελέτη της επίπτωσης, της σοβαρότητας και της μεταβολής στο χρόνο των νευρογνωσιακών δυσλειτουργιών σε γυναίκες με πρώιμο καρκίνο μαστού που λαμβάνουν επικουρική χημειοθεραπεία (Chemo Brain)el
dc.titleProspective study of the impact, severity and change in time of neurocognitive dysfunction in women with early breast cancer receiving adjuvant chemotherapy (Chemo Brain)en
heal.typedoctoralThesis-
heal.type.enDoctoral thesisen
heal.type.elΔιδακτορική διατριβήel
heal.secondaryTitleαντίκτυπος στην ποιότητα ζωής και συσχέτιση με κλινικά χαρακτηριστικάel
heal.secondaryTitleimpact of quality of life and correlation with clinical featuresen
heal.classificationΜαστός -- Καρκίνος-
heal.dateAvailable2020-10-01T07:23:35Z-
heal.languageel-
heal.accessfree-
heal.recordProviderΠανεπιστήμιο Ιωαννίνων. Σχολή Επιστημών Υγείας. Τμήμα Ιατρικήςel
heal.publicationDate2020-
heal.bibliographicCitationΒιβλιογραφία: σ. 120-141el
heal.abstractΟ καρκίνος του μαστού κατατάσσεται στη δεύτερη αιτία θνητότητας παγκοσμίως σε σχέση με το σύνολο των καρκίνων. Όσον αφορά τη συχνότητα εμφάνισης καρκίνου του μαστού στις γυναίκες, αυτός ο τύπος καρκίνου, θεωρείται ο πιο διαδεδομένος. Σκοπός της παρούσας μελέτης είναι η καταγραφή των άμεσων και μακροπρόθεσμων νευροψυχολογικών επιπλοκών, που προκύπτουν από τη θεραπευτική αντιμετώπιση με ενδοφλέβια κυτταροτοξική χημειοθεραπεία, στις γυναίκες με εντοπισμένο καρκίνο, ώστε να διευκρινισθεί η βαρύτητα και η συχνότητα τους. Επιπρόσθετα, σκοπός της παρούσας μελέτης είναι και η εκτίμηση του αντίκτυπου αυτών των επιπλοκών στην ποιότητα ζωής των ασθενών, καθώς και η συσχέτιση του με κλινικά χαρακτηριστικά. Οι 114 γυναίκες που συμπεριλήφθηκαν στην παρούσα μελέτη χωρίστηκαν σε τρεις ομάδες: υγιείς γυναίκες (φυσιολογικοί μάρτυρες - ΦΜ, Ν=20), ασθενείς με καρκίνο μαστού υπό επικουρική ορμονοθεραπεία χωρίς χημειοθεραπεία (ΕΟ, Ν=20) και ασθενείς με καρκίνο μαστού υπό επικουρική χημειοθεραπεία (EX, Ν=74). Όλες οι συμμετέχουσες συμπλήρωσαν τα επιλεγμένα νευρογνωσικά τεστ (οι υγιείς γυναίκες τα CES-D, MiniMentalStateExamination και MoCA), ενώ οι επιπτώσεις του καρκίνου του μαστού και της ακολουθούμενης θεραπείας στην ποιότητα ζωής των ασθενών του δείγματός μαςαξιολογηθήκαν και συγκρίθηκαν με τα EORTCQLQ-C30 και QLQ-BR23 τεστ, σε δύο χρονικές στιγμές, με απόσταση ενός έτους. Τα αποτελέσματα της σύγκρισης μεταξύ 1ης και 2ης χρονικής εκτίμησης για την εκτίμηση της κατάθλιψης με το CES-D, για κάθε ομάδα χωριστά, έδειξαν στατιστικά σημαντικές διαφορές στην ομάδα των ασθενών υπό επικουρική χημειοθεραπεία (ΕΧ) και στην ομάδα των υγιών γυναικών (φυσιολογικοί μάρτυρες - ΦΜ). Η ομάδα των ασθενών υπό επικουρική χημειοθεραπεία εμφάνιζε σοβαρή καταθλιπτική συμπτωματολογία (29,87±11,27)στην αρχική εκτίμηση, η οποία μειώθηκε με στατιστική σημαντικότητα (p=.001) κατά τη δεύτερη εκτίμηση, με μέση συνολκή τιμή 22,51±14,98, η οποία αντιστοιχεί σε μέτρια καταθλιπτική συμτωματολογία. Η ομάδα των υγιών γυναικών εμφάνιζε ήπια καταθλιπτική συμπτωματολογία κατά την πρώτη εκτίμηση (12,45±6,36) και σχεδόν απουσία συμπτωμάτων(5,45±4,19) κατά τη δεύτερη εκτίμηση, με στατιστικά σημαντική διαφορά (p=.000), Στη σύγκριση μεταξύ των ομάδων για την πρώτη και για τη δεύτερη εκτίμηση χωριστά, βρέθηκαν στατιστικά σημαντικές διαφορές, τόσο μεταξύ ΦΜ και ΕΧ, όσο και μεταξύ ΕΟ και ΕΧ και στην πρώτη και στη δεύτερη χρονική εκτίμηση. Η τιμή της ομάδας ΕΧ (29,87±11,27 κατά τη πρώτη εκτίμηση και 22,51±14,98 κατά τη δεύτερη) ήταν σε όλες τις περιπτώσεις σημαντικά μεγαλύτερη των ομάδων σύγκρισης και σημαντικά μεγαλύτερη από 16, γεγονός που σημαίνει ότι η ομάδα των γυναικών υπό επικουρική χημειοθεραπεία βιώνει υψηλότερα επίπεδα κατάθλιψης. Στις συγκρίσεις μεταξύ των υποομάδων που σχηματίστηκαν με βάση τα κριτήρια που τέθηκαν, στην ομάδα ΕΟ παρατηρήθηκε στατιστικά σημαντική διαφορά στη δεύτερη εκτίμηση, ως προς το θεραπευτικό σχήμα {Ταμοξιφαίνη (ΤΑΜ, Τamoxifen, Nolvadex, tamoxilene) έναντι όλων των άλλων, με τις ασθενείς οι οποίες ακολούθησαν σχήμα με ταμοξιφαίνη να έχουν χαμηλότερη τιμή (μέση τιμή 13,750)με στατιστική σημαντικότητα (σε επίπεδο μη κλινικής σημασίας, μέση τιμή κάτω από 16) σε σχέση με εκείνες που ακολούθησαν άλλο σχήμα (μέση τιμή 23,167)(τιμήπου αξιολογείται κλινικά, μέση τιμή πάνω από 16), καθώς και μεταξύ των υποομάδων που σχηματίζονται με βάση τη διαφοροποίηση του όγκου, με την υποομάδα με στάδιο όγκου Ν+ (μέση τιμή 31,00) να έχει σημαντικά υψηλότερη τιμή (p = 0,023), ενώ οι ασθενείς με στάδιο όγκου Ν0 (μέση τιμή 16,60) να βρίσκονται οριακά επάνω από το όριο του 16. Τέλος, στην κατηγορία ΕΧ εμφανίζονται στατιστικά σημαντικές διαφορές στην πρώτη εκτίμηση στις υποομάδες που καθορίζονται με βάση τα χαρακτηριστικά του όγκου, τόσο τη διαφοροποίηση όσο και το Grade. Η ουσιαστική διαφοροποίηση έγκειται στο γεγονός ότι η υποομάδα με στάδιο όγκου Ν+ όσο και η υποομάδα με Grade 3, έχουν χαμηλότερη συνολική τιμή σε σχέση με τις υποομάδες με στάδιο όγκου Ν0 και Grade 1-2 αντίστοιχα. Για την εκτίμηση των γνωστικών λειτουργιών με βάση τα αποτελέσματα του MMSE τεστ προέκυψε στατιστικά σημαντική διαφορά στη συνολική τιμή μεταξύ 1ης και 2ης χρονικής εκτίμησης για την ομάδα των ασθενών υπό επικουρική χημειοθεραπεία (ΕΧ).Στην ομάδα ΕΟ παρατηρήθηκε στατιστικά σημαντική διαφορά (p=0,041) στην πρώτη εκτίμηση της υποομάδας με βάση το θεραπευτικό σχήμα (Ταμοξιφαίνη (ΤΑΜ, Τamoxifen, Nolvadex, tamoxilene) έναντι όλων των άλλων), με τις ασθενείς οι οποίες ακολούθησαν σχήμα με ταμοξιφαίνη να έχουν στατιστικά σημαντικότερα χαμηλότερη τιμή (μέση τιμή 8) σε σχέση με εκείνες που ακολούθησαν άλλο σχήμα(μέση τιμή 12), γεγονός που σημαίνει ότι η ταμοξιφαίνη επηρεάζει τις γνωστικές λειτουργίες. Στην ομάδα ΕΧ εμφανίζονται στατιστικά σημαντικές διαφορές στην πρώτη εκτίμηση στην τιμή του MMSE που φάνηκε να επηρεάζεται από το μορφωτικό επίπεδο και την ηλικία, με τις ασθενείς με υψηλότερο μορφωτικό επίπεδο και μικρότερη ηλικία να παρουσιάζουν αντίστοιχαυψηλότερες τιμές στο MMSE. Τέλος, στη 2η εκτίμηση προέκυψαν στατιστικά σημαντικές διαφορές στις υποομάδες ως προς την οικογενειακή κατάσταση και τη σταδιοποίηση του όγκου, με τις έγγαμες και τις ασθενείς με στάδιο όγκου Τ 1-2 να έχουν υψηλότερη συνολική τιμή (μέση τιμή 27,8 έναντι μέσης τιμής 26,2, p=0,041) στο MMSE. Για την εκτίμηση των γνωστικών λειτουργιών με βάση τα αποτελέσματα του MoCA φάνηκε στατιστικά σημαντική διαφορά (p= 0,035) στις τιμές μεταξύ 1ης (27,05±1,87)και 2ης(24,10±5,74) αξιολόγησης για την ομάδα ΕΟ, με την πρώτη εκτίμηση να έχει σημαντικά μεγαλύτερη συνολική μέση τιμή. Στη σύγκριση μεταξύ των ομάδων για την πρώτη και για τη δεύτερη εκτίμηση χωριστά, βρέθηκαν στατιστικά σημαντικές διαφορές στις μέσες τιμές τωντιμών μεταξύ ΦΜ(27,40±2,03) και ΕΧ (24,01±4,22), καθώς και μεταξύ ΕΟ(27,05±1,87) και ΕΧ (ΦΜ και ΕΟ είχαν μεγαλύτερες τιμές συγκριτικά με την ΕΧ) για τη 1η εκτίμηση (p=0,001), και μεταξύ ΦΜ(27,40±2,16) και ΕΟ(24,10±5,74), καθώς και ΦΜ και ΕΧ (24,25±3,265 ), (οι υγιείς γυναίκες –ΦΜ- είχαν μεγαλύτερη τιμή και στις δύο περιπτώσεις) για τη 2η εκτίμηση (p=0,003). Στην ομάδα ΕΟ βρέθηκαν στατιστικά σημαντικές διαφορές σε σχέση με την ηλικία, το μορφωτικό επίπεδο και την επαγγελματική κατάσταση για την 1η εκτίμηση (υψηλότερο μορφωτικό επίπεδο, μικρότερη ηλικία και ικανοποιητική επαγγελματική κατάσταση παρουσιάζουν μεγαλύτερη τιμή), ενώ η διαφορά παραμένει στατιστικά σημαντική και στη 2η εκτίμηση όσον αφορά στην επαγγελματική κατάσταση. Στην ομάδα ΕΧ βρέθηκε στατιστικά σημαντική διαφορά στην 1η εκτίμηση ως προς την ηλικία, με τιςμικρότερες σε ηλικία ασθενείς να έχουν στατιστικά υψηλότερη τιμή. Αναφορικά με την ποιότητα ζωής, στη συνολική μέση τιμή του QLQ-C30 υπήρξε στατιστικά σημαντική διαφορά (p= 0,000) μεταξύ πρώτης (67,15 ± 10,76) και δεύτερης (55,59 ± 11,55) εκτίμησης για την ομάδα των ασθενών υπό επικουρική χημειοθεραπεία, με τη δεύτερη εκτίμηση να καταγράφει σαφώς χαμηλότερη τιμή που αντιστοιχεί σε φτωχότερη ποιότητα ζωής. Συγκρίνοντας τους επιμέρους τομείς στους οποίους βρέθηκαν στατιστικά σημαντικές διαφορές φάνηκε ότι επιδεινώθηκε σημαντικά η Γνωστική Λειτουργικότητα (Cognitive Functioning), με διαφορά μεταξύ των δυο εκτιμήσεων της τάξεως των 17 μονάδων, ενώ φάνηκε να βελτιώνεται η Κοινωνική Λειτουργικότητα (Social Functioning – SF), καθώς και να παρατηρείται ύφεση των συμπτωμάτων ναυτία – έμετος, αϋπνία,απώλεια της όρεξης και δυσκοιλιότητα. Στη συνολική μέση τιμή του QLQ-BR23 τεστ, υπήρξε στατιστικά σημαντική διαφορά μεταξύ πρώτης και δεύτερης εκτίμησης για την ομάδα ΕΧ. Στις υπόλοιπες διαστάσεις του τεστ παρατηρήθηκε στατιστικά σημαντική διαφορά μεταξύ πρώτης και δεύτερης εκτίμησης για τη Σεξουαλική λειτουργικότητα, με τη μέση τιμή στη δεύτερη εκτίμηση να είναι σημαντικά υψηλότερη της πρώτης. Για την ομάδα των ασθενών υπό επικουρικήορμονοθεραπεία (ΕΟ), παρατηρήθηκε σημαντική βελτίωση ως προς τη λειτουργικότητα που σχετίζεται με τους ρόλους (RoleFunctioning- RF), ύφεση των συμτωμάτων ναυτίας – έμετου, πόνου και απώλειας της όρεξης και αυξήθηκαν τα συμπτώματα διάρροιας. Όσον αφορά το τεστ QLQBR-23, παρατηρήθηκαν στατιστικά σημαντικές διαφορές και, συγκεκριμένα, παρατηρήθηκε μείωση της συνολικής μέσης τιμής, μείωση της σεξουαλικής ευχαρίστησης και αύξηση των συμτωμάτων που σχετίζονται με το μαστό. Τέλος, διερευνήθηκαν πιθανές συσχετίσεις μεταξύ των ερωτηματολογίων CES-D, MMSE, MoCa με το ερωτηματολόγιο εκτίμησης γενικής ποιότητας ζωής (EORTC QLQ-C30),μεταξύ των CES-D, MMSE, MoCa και του ειδικού για το μαστό ερωτηματολόγιο εκτίμησης ποιότητας ζωής(QLQ-BR 23), στις δυο εκτιμήσεις για τις δυο ομάδες των ασθενών (ΕΧ και ΕΟ), προκειμένου να διερευνηθεί αν οι γνωστικές λειτουργίες και το επίπεδο κατάθλιψης επηρέασαν σε κάποιο βαθμό την ποιότητα ζωής των ασθενών. Επίσης, ανάλογος έλεγχος συσχετίσεων πραγματοποιήθηκε και μεταξύ MMSE και MoCa με το ερωτηματολόγιο εκτίμησης της κατάθλιψης (CES-D), στις δυο εκτιμήσεις για τις δυο ομάδες των ασθενών (ΕΧ και ΕΟ), προκειμένου να διερευνηθεί αν το επίπεδο της κατάθλιψης επηρέασε τις γνωστικές λειτουργίες. Δεν παρατηρήθηκαν στατιστικά σημαντικές συσχετίσεις. Η μόνη ισχυρή συσχέτιση (r> 0,8), στατιστικά σημαντική παρατηρήθηκε μεταξύ CES-D και αλωπεκίας (BRHL). Η παρούσα έρευνα έδειξε ότι το είδος της ακολουθούμενης θεραπευτικήςπροσέγγισης (χημειοθεραπεία ή ορμονοθεραπεία) έχει σημαντική επίπτωση τόσο στην καταθλιπτική συμπτωματολογία που εμφανίζουν οι ασθενείς όσο και (σε μικρότερο βαθμό) και στη γνωστική έκπτωση με τους ασθενείς που ακολουθούν χημειοθεραπεία να παρουσιάζουν χειρότερη εικόνα και στους δύο τομείς, η οποία μάλιστα επιδεινώνεται στην δεύτερη εκτίμηση. Η ηλικία, η επαγγελματική κατάσταση,το μορφωτικό επίπεδο, η σταδιοποίηση και η διαφοροποίηση του καρκινικού όγκου φαίνεται να επηρεάζουν τόσο την παρατηρούμενη έκπτωση των γνωστικών λειτουργιών όσο και την καταθλιπτική συμπτωματολογία των ομάδων των ασθενών, χωρίς όμως να καταγράφεται κάποιαστατιστικά σημαντική συσχέτιση μεταξύ του επιπέδου κατάθλιψης και γνωστικών λειτουργιών για τις δυο ομάδες των ασθενών. Οι επιπτώσεις αυτές φάνηκε να επηρεάζουν την ποιότητα ζωής των ασθενών κυρίως στις ασθενείς υπό επικουρική χημειοθεραπεία, στις οποίες παρατηρήθηκε σαφήςεπιδείνωση της Γνωστικής Λειτουργικότητας και φτωχότερη ποιότητα ζωής κατά την δεύτερη εκτίμηση. Αντίθετα για τις ασθενείς υπό επικουρική ορμονοθεραπεία παρατηρήθηκε σημαντική βελτίωση ως προς τη λειτουργικότητα που σχετίζεται με τους ρόλους (RoleFunctioning- RF), ύφεση των συμτωμάτων ναυτίας – έμετου, πόνου και απώλειας της όρεξης και αυξήθηκαν τα συμπτώματα διάρροιας, χωρίς όμως να επηρεάζεται η συνολική εικόνα της ποιότητας ζωής τους.el
heal.abstractThe aim of this study is to record the resulting immediate and long-term neuropsychologica complications from treatment with intravenous cytotoxic chemotherapy in women with breast cancer," order to clarify their severity and frequency. Also, the impact of these complications on patients' qually of life, as well as their association with clinical features. The 114 women included in the present study were divided into three groups: healthy women (N = 20), breast cancer patients on adjuvant chemotherapy without chemotherapy (N = 20), and patients with breast cancer under adjuvant chemotherapy (N = 74). All participants completed the selected neurological tests (healthy women CES-D, Mini Mental State Examination and MOCA), while the effects of breast cancer and the followed treatment on the quality of life of the patients in our sample were evaluated and compared with EORTCQLQ.-C30 and QLQ-BR23 tests, in two time periods, one year apart. The present study showed that the type of followed treatment (chemotherapy or hormone therapy) has a significant impact on both the depressive symptoms of patients and to a lesser extent) the cognitive impairment. Patients undergoing chemotherapy showed a most severe impact in both areas, which in fact deteriorates in the second assessment. Age, occupational status, educational level, staging and differentiation of tumor, appear to affect both the observed impairment of cognitive functions and the depressive symptoms of patient groups. No statistically significant correlation was recorded between levels of depression and cognitive functions for both groups of patients. These reverberations appeared to affect patients' quality of life. Especially in patients receiving adjuvant chemotherapy, there was a clear deterioration in Cognitive Functionality and poorer quality of life during the second assessment. In contrast, for patients on adjuvant hormone therapy, a significant improvement in role-related functionality (Role Functioning-RF) was observed, symptoms of nausea vomiting, pain and loss of appetite decreased, and diarrhea symptoms increased, but the overall picture was that their quality of life was not significantly affected.en
heal.advisorNameΠενθερουδάκης, Γεώργιοςel
heal.committeeMemberNameΠενθερουδάκης, Γεώργιοςel
heal.committeeMemberNameΓιαννόπουλος, Σωτήριοςel
heal.committeeMemberNameΣιαφάκα, Βασιλικήel
heal.committeeMemberNameΚονιτσιώτης, Σπυρίδωνel
heal.committeeMemberNameΣκαπινάκης, Πέτροςel
heal.committeeMemberNameΥφαντής, Θωμάςel
heal.committeeMemberNameΝτάβιντε, Μάουριel
heal.academicPublisherΠανεπιστήμιο Ιωαννίνων. Σχολή Επιστημών Υγείας. Τμήμα Ιατρικήςel
heal.academicPublisherIDuoi-
heal.numberOfPages179 σ.-
heal.fullTextAvailabilitytrue-
Appears in Collections:Διδακτορικές Διατριβές - ΙΑΤ

Files in This Item:
File Description SizeFormat 
Δ.Δ. ΜΑΣΟΥΡΑ ΦΩΤΕΙΝΗ 2020.pdf3.72 MBAdobe PDFView/Open


This item is licensed under a Creative Commons License Creative Commons